Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αἰσθανθῇ, νὰ


Ερμηνεία:

 [γ΄ προσ. ενικού υποτακτικής του ρ. αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι, εννοώ, νοιώθω)]



Ετυμολογία:

[< (Ομηρ.) αΐω (καταλαμβάνω, παίρνω είδηση, νοιώθω, αντιλαμβάνομαι δια της ακοής, βλέπω, εννοώ), Καινή Διαθήκη, Λουκ. 9,45]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: